υπερφορώ

υπερφορώ
-έω, Α
μεταφέρω κάτι πάνω από κάτι άλλο, ὑπερφέρω* («τὰ πνεύματα ὑπερφορεῑ τὴν χιόνα ὑπὲρ τῶν τοιούτων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + φορῶ, επιτ. τ. τού φέρω (πρβλ. ἐπι-φορῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”